Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πρὸς εὐσέβειαν

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • благочьстиѥ — БЛАГОЧЬСТИ|Ѥ (340), ˫А с. 1.Правоверие, истинное почитание бога, следование божественным заповедям, праведность: ˫ако притъцю въ истиноу. братолюби˫а благочьсти˫а. свѣтьло наказа. въпити прилѣжьно. Стих 1156 1163, 104 об.; то же Мин XII (июль),… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • БЛАГОЧЕСТИЕ — [греч. εὐσέβεια от εὖ благо и σέβομαι чту, почитаю], внутреннее благоустроение души, основанное на богопочитании и выполнении религ. и нравственных предписаний. Христианство не является единственным носителем традиции Б., представляющего собой… …   Православная энциклопедия

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

  • ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… …   Dictionary of Greek

  • богочьстиѥ — БОГОЧЬСТИ|Ѥ (35), ˫А с. Богопочитание, богобоязненность, благочестие: Аще къто отъ женъ мьнимааго ради богочьсти˫а остризаѥть главоу... да боудеть проклѩта. (διὰ ϑεοσέβειαν) КЕ XII, 88б; и всего ˫азыка б҃гочьстию повиньноую бывъшю. КР 1284, 377г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»